Περί “Σύγκρουσης”…
Ένα μείζον θέμα το οποίο έχει απασχολήσει κατά καιρούς τον κόσμο που αναπτύσσει δράσεις γύρω από κοινωνικοπολιτικούς χώρους και αντί-ιεραρχικές συλλογικότητες του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος, είτε σε προσωπικό επίπεδο περισυλλογής, είτε σε αυτόνομα μικρά παρεάκια αλλά και τις συνελεύσεις των συλλογικοτήτων αυτών όταν θεωρήθηκε ώριμο πια ζήτημα που θα μπορούσαν να καταπιαστούν και να προκύψει ένα συλλογικό αποκρυστάλλωμα, είναι το ζήτημα των προσωπικών μας σχέσεων. Κατά πόσο δηλαδή συνδέονται οι προσωπικές μας σχέσεις με τον αυτοπροσδιορισμό του κοινωνικοπολιτικού χώρου/συλλογικότητας ,όχι ως ανάγκη να βρεθεί μια ταυτότητα, αλλά κυρίως ως ανάγκη εμπλουτισμού και ζύμωσης των περιεχομένων του/της που να συνεπάγεται μια παράλληλη απεύθυνση στην κοινωνία που ζούμε και αναπτύσσουμε τις δράσεις μας.
Με βάση τα παραπάνω μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να καταθέσω και εγώ την άποψη μου. Τείνω λοιπόν να καταλήξω στην εκτίμηση πως το τελευταίο χρονικό διάστημα (ίσως να έγινε πιο διακριτό από την 5 Μάη και έπειτα) έχει αναπτυχθεί ένα περίεργο δόγμα αφορισμού πρακτικών και διαδικασιών που αναπτύσσονται σε διάφορους κοινωνικοπολιτικούς χώρους μέσα στο ελλαδικό τοπίο. Θα προσπαθήσω λοιπόν να κάνω μια σύνοψη μερικών αντιλήψεων που έχω συναντήσει γύρω από το συγκεκριμένο δόγμα και να καταλήξω σε συμπεράσματα (η προβληματισμούς) με βάση αυτές.
- Η αναζήτηση πιο επιθετικών/συγκρουσιακών πρακτικών μέσα από τον χώρο της συλλογικότητας ώστε να αποτελέσουμε απειλή (υποθέτω για το σύστημα)
- Με βάση το παραπάνω η χρήση μέσων που οδηγούν σε αυτά τα αποτελέσματα (παλούκια, μπουκάλια κοκ)
- Η στάση ενός σώματος πορείας όταν έχει αποφασίσει για την μη χρήση τέτοιου είδους μέσων αλλά χρησιμοποιείται πρωτοβουλιακά από μια μερίδα κόσμου
- Η μη χρήση “ξύλινου λόγου” στα κείμενα που προκύπτουν από συλλογικότητες του ευρύτερου κινήματος (πρωτοβουλιακών η μη) ώστε να απευθυνόμαστε με μεγαλύτερη ευκολία στην κοινωνία αλλά και να επικοινωνούνται με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τα χαρακτηριστικά μας και οι προτάσεις μας.
- Η κουραστική κατάληξη συνελεύσεων στις οποίες παίρνουμε μέρος με αποτέλεσμα την μη συμμετοχή του κόσμου που εκφράζει αυτές τις ιδιαιτερότητες για την κατάληξη των συνελεύσεων.
Μιας και ήμασταν σε τροχιά Πολυτεχνείου, προκύπτουν ιδιαίτερα ζητήματα που έχουν ανάγει την συγκεκριμένη ημέρα σε επετειακή και ακίνδυνη γιορτούλα που ενθυμούμαστε τους ήρωες φοιτητές κι εργάτες. Τώρα βέβαια αυτά είναι πια περασμένα/ξεχασμένα και νιώθουμε τιμή για την δημοκρατία μας που κατοχυρώθηκε με τόσο αγώνα. Επίσης ας σκεφτούμε το συγχωροχάρτι της ατζέντας ενός πολιτικού καριερίστα, το “ήμουν κι εγώ στο Πολυτεχνείο” και ας αναλογιστούμε κατά πόσο πλέει σε μια παράλληλη τροχιά τύπου “ήμουν κι εγώ στον Δεκέμβρη και πέταγα πέτρες και μπουκάλια”. Το μοντέλο της αυτοαναφορικότητας δεν είναι καινούριο και θέλει προσοχή για να το αποδεσμεύσεις από πάνω σου στις δράσεις που καλείσαι να αναπτύξεις.
Καλό θα ήταν επίσης να υπάρξει μια επανανοηματοδότηση κάποιων λέξεων που χρησιμοποιούμε ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη αποσαφήνιση σε αυτό που θέλουμε να κάνουμε. Καλώς ή κακώς συχνά-πυκνά ενσωματώνονται κάτω από την ίδια ομπρέλα (ή μήπως καπέλο?) ορισμού το “επιθετικό” με το “συγκρουσιακό”. Επιθετική πρακτική ή πρωτοβουλία ή στάση ζωής ή οτιδήποτε άλλο δεν είναι κάτι μονοδιάστατο και πολύ συγκεκριμένο. Επιθετική είναι μια εκδήλωση όπου μαθαίνουμε να φτιάχνουμε μόνοι μας τα ποδήλατα μας για να μην τα σκάμε στους ποδηλατάδες. Επιθετική είναι μια εκδήλωση όπου νοηματοδοτούνται έννοιες όπως “προλεταριάτο”, “εργατική τάξη” ,”ταξικός διαχωρισμός” και πάει λέγοντας. Επιθετικό είναι το εγχείρημα ενός αυτόνομου και αντί-ιεραρχικού ραδιοσταθμού όπου αποτελεί εστία αντιπληροφόρησης στο χωρικό πεδίο που αναπτύσσεται και παρέχει την δυνατότητα ελεύθερης δημιουργίας χωρίς λογοκρισία, χορηγούς και ροή προγράμματος. Επιθετικό είναι και το μοίρασμα ενός κειμένου στα σχολεία για το ζήτημα των παρελάσεων, που να αναδεικνύει το εμετικό ιδεολογικό τους υπόβαθρο. Επιθετική είναι η ίδια η στάση ζωής μας που εμπεριέχει μορφές πολύπλευρης αντίστασης απέναντι στα καπιταλιστικά γρανάζια της εξουσίας που μας θέλει ένα ακόμα “αναλώσιμο προϊόν” στη γραμμή παραγωγής της.
Συγκρουσιακό δεν είναι το μέσο(όπως συχνά παρανοείται), αλλά η πρακτική και ο σχεδιασμός απεύθυνσης σε κάθε μηχανισμό που χρήζει ανάλογης απάντησης. Συγκρουσιακή μπορεί να είναι η στάση ενός εργάτη στο αφεντικό του για τις συνθήκες εργασίας τύπου γαλέρας, μπορεί να είναι η στάση του ερωτικού συντρόφου απέναντι στον άλλον όταν θεωρεί πως η σχέση ακολουθεί πατριαρχικά χαρακτηριστικά, μπορεί να είναι η στάση του μετανάστη στον μπάτσο όταν του κάνει έλεγχο στον δρόμο ή στην συνεχόμενη καταστολή που τρώει στην Πέτρου Ράλλη διεκδικώντας πολιτικό άσυλο, μπορεί να είναι η στάση ενός κρατούμενου (πολιτικού η ποινικού) απέναντι στους ανθρωποφύλακες που του ρουφάνε καθημερινώς το μεδούλι της ζωής του. Μπορεί επίσης να είναι και η σύγκρουση ενός σώματος πορείας απέναντι στις κατασταλτικές δυνάμεις χωρίς όμως να δικαιούμαστε να αναφέρουμε ως “συγκρουσιακό” αποκλειστικά και μόνο ότι περικλείεται στο συγκεκριμένο γεγονός/περιστατικό σύγκρουσης απαξιώνοντας όλα τα άλλα.
Συγκρουσιακή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η ρίψη μιας πέτρας σε μια βιτρίνα καταστήματος ανεξαρτήτως αν είναι τοπική επιχείρηση ή πολυεθνικός όμιλος, εκτός αν μιλάμε για “φυσικά” χαρακτηριστικά της σύγκρουσης (δηλαδή αν μιλάμε για σύγκρουση της πέτρας με το τζάμι που υποθέτω δεν μας ενδιαφέρει και πολύ πέρα από το κομμάτι της αποτελεσματικότητας, αν σπάσει δηλαδή το τζάμι ή όχι). Αντιστοίχως δεν μπορούμε να μιλάμε για σύγκρουση στο σπάσιμο μιας κάμερας η μιας ανάλογης δράσης. Αποτελεί αποκλειστικά και μόνο μία συμβολική κίνηση/στάση υποδηλώνοντας τα σύγχρονα εργαλεία/όπλα του αστικού κανιβαλισμού και την διάθεση μας απέναντι στην μορφή αξιοποίησης τους για να αποκοιμίζουν/μαστουρώνουν τα πλήθη (όπως η βιτρίνα, ένα σύγχρονο ναρκωτικό, αντιπροσωπευτικό της “καταναλωτικής μας δύναμης”-η μαλακίας που συνίσταται στους “δύσκολους και χαλεπούς καιρούς της κρίσης”) και να ελέγχουν/καταστέλλουν το κίνημα.
Δεν μπορούμε όμως έτσι γενικώς να είμαστε ενάντιοι σε ένα κομμάτι γυαλί ή σε μια τεχνολογία “video recording”. Θυμίζει λίγο τα κινήματα “rage against the machine” που αναπτύχθηκαν υποδηλώνοντας την εχθρική στάση του ανθρώπου απέναντι σε μια καλά σχεδιασμένη μηχανή που αντικαθιστούσε την εργασία του ενώ παράλληλα θαβόταν το γεγονός ότι τα αφεντικά αναζητούσαν ακόμη μεγαλύτερη αφαίμαξη της ανθρώπινης εργασίας και μεγαλύτερα ποσοστά κερδών μέσω αυτής της διαδικασίας. Έτσι λοιπόν από μόνη της μια σπασμένη κάμερα (κι ας προέρχεται από παλούκι) η μια σπασμένη βιτρίνα δεν αποτελεί μια πολιτική πράξη όπως συχνά έχει ειπωθεί.
Παράλληλα είναι πλήρως προβληματικό να ακούγεται πως πορείες που δεν έχουν συγκρουσιακό χαρακτήρα αποτελούν “τριαλαλό”, πως δεν ικανοποιείται ο κόσμος που συμμετέχει αλλά απλά τις στηρίζει (αναφέρομαι σε συγκεκριμένη μερίδα του κόσμου) όπως και ότι μία πορεία “αποτελεί αποκλειστικά αφορμή για να ξεκινήσουμε να τα σπάμε αλλιώς δεν βρίσκουμε νόημα στην ύπαρξη της” την ίδια ώρα που κάποιος άλλος κόσμος παλεύει να συσπειρώσει ανομοιογενή τμήματα ανθρώπων που θέλουν να κινητοποιηθούν κάτω από την ίδια βάση, κι ας διαφωνούμε ακόμα και σε ριζικά ζητήματα. Επειδή απλά δεν κολλάει με αυτό που έχουμε στο κεφάλι μας δεν σημαίνει πως δεν είναι μία μορφή δράσης που μία μερίδα του κόσμου έχει θελήσει να της προσδώσει περιεχόμενο ,ενώ θεωρούμε παράλληλα “μικροαστούς” όσους λένε πως οι αναρχικοί “είναι τα κωλόπαιδα που θέλουν μόνο να τα σπάνε”, ανεξάρτητα από την καθεστωτική προπαγάνδα που έχουν φάει στην μούρη.
Πάνω κάτω η ίδια απάντηση θα μπορούσε να δοθεί και στο θέμα του “ξύλινου λόγου” καθώς μυρίζει “ιδεολογικοποίηση των προσωπικών μας αδυναμιών” με αποτέλεσμα να αφορίζεται οποιαδήποτε προσπάθεια ανθρώπων που κάτω από μια κοινή οπτική μπορεί να έχουν προχωρήσει στην συγγραφή μιας μπροσούρας και η ανάλυση τους να μην μπορεί να προσδοθεί με όρους που θα συζητούσαμε με την “κυρά Βάσω”. Μήπως φταίει και ο Μαλατέστα και ο Κροπότκιν (και ο όποιος/α τελοσπάντων για να μην προϊδεάζω το τι μπορεί να διαβάζει ο καθένας ή η καθεμιά μας) που δεν μπορεί να τον κατανοήσει η “κυρά Βάσω”? Μήπως έχουμε ξεχάσει και τον δικό μας ρόλο μέσα σε όλα αυτά και την απεύθυνση μας στην κοινωνία όχι μονάχα με όρους εκλαΐκευσης/επεξήγησης αλλά και επεξεργασίας των προταγμάτων (η των προβληματισμών) που θέλουμε να επικοινωνήσουμε με την κάθε “κυρά Βάσω” και τον κάθε “κυρ Μανώλη”?
Αντίληψη μου είναι πως αν δεν απευθυνθούμε στα στρώματα της κοινωνίας και επικοινωνήσουμε τα δικά μας ιδανικά με την παράλληλη ανάλυση των εξουσιαστικών δομών (όπου και να συναντιούνται αυτές) θα είμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις που θα ξεπεράσουν κατά πολύ την πολιτική μας θεώρηση . Όσο “ιδρυματοποιούμαστε” και κάνουμε “μαγαζάκια μας” τους χώρους κατάληψης και τα στέκια μας, φαινόμενα και δόγματα αποκλειστικά στο επίπεδο σύγκρουσης με τις κατασταλτικές δυνάμεις θα δίνουν και θα παίρνουν. Και ο Δεκέμβρης σε μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας “μπορεί” (απλά εικάζω και δεν προδικάζω) να μην είχε κοινωνική αποδοχή και δεκτικότητα στις δράσεις που αναπτύχθηκαν γύρω από εκείνη την περίοδο. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν την αποζητάς και δεν παλεύεις γι’αυτήν. (χωρίς βέβαια να μπαίνει σε επίπεδο νομοτέλειας η αυτοσκοπού). Δεν θέλω να καταστρέψω τις σάπιες κοινωνικές δομές μοναχός μου αλλά να πάρω και μαζί μου μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας χωρίς αυτό να σημαίνει πως αν δεν επεξεργάζεται το ζήτημα της εξουσίας κάτω από την δικιά μου διόπτρα θα πάρει πόδι. Δεν με ενδιαφέρουν οι ιδεολογικές “καθαρότητες” και η ταυτότητα που πρέπει ντε και καλά να κολλήσω πίσω από μια δράση μου λέγοντας πως είμαι “αναρχικός”, ”ελευθεριακός”, “καταστασιακός” η “ότι του φανεί του λωλοστεφανή”. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να αποδομήσω αυτές τις “καθαρότητες” όπως και το κοινωνικοπολιτικό σύστημα που ζούμε, στηριζόμενο σε βαθιά ιεραρχικά και εξουσιαστικά πρότυπα και που… με τόσο θάνατο, αλλοτρίωση, ξεπούλημα και τσάκισμα κάθε ελεύθερης φωνής, μόνο εχθρικότητα απέναντι του θα μπορούσε να μου δημιουργήσει.